γαληνιζω

γαληνιζω
    γαληνίζω
    γᾰληνίζω
    1) успокаивать, умиротворять
    

(φρένα Eur.)

    2) Arst., Plut. = γαληνιάω См. γαληνιαω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γαληνιζω" в других словарях:

  • γαληνίζω — (AM γαληνίζω) [γαλήνη] γίνομαι γαλήνιος, ημερεύω …   Dictionary of Greek

  • αγαλήνιστος — η, ο [γαληνίζω] ο αγαλήνευτος* …   Dictionary of Greek

  • γαλήνισμα — το [γαληνίζω] το γαλήνεμα …   Dictionary of Greek

  • γαληνισμός — (I) ο το ιατρικό σύστημα τού Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων. (II) γαληνισμός, ο (Α) [γαληνίζω] η καταπράυνση, η καθησύχαση …   Dictionary of Greek

  • λαγανίζω — (Α λαγανίζω) [λάγανον] νεοελλ. καθαρίζω σιτάρι στο αλώνι με τη σκούπα αρχ. 1. τρώω πίτες, λάγανα 2. (εσφ. γρφ.) (για άνεμο) γαληνίζω, γαληνεύω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»